"Όλβιος εστί όστις ιστορίης έσχε μάθησιν"

Σημαντικές προσωπικότητες

2014-05-02 22:55

Κωνσταντίνος Κούμας (1777, Λάρισα - 1836, Τεργέστη)

Η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Λάρισας στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα, είναι ο Κωνσταντίνος Κούμας (1777, Λάρισα - 1836, Τεργέστη). 
Στις αρχές του 1797 αναλαμβάνει να διδάξει στη σχολή της Λάρισας. Αλλά όχι για πολύ. Γρήγορα εγκαταλείπει τη Λάρισα για το σχολείο της Τσαριτσάνης όπου διδάσκει ελληνικά και επιστημονικά μαθήματα στην απλοελληνική και εισάγει ως νέο μάθημα την άλγεβρα. Στα 1799 έρχεται στα Αμπελάκια, όπου με τον Ασάνη μεταφράζουν το έργο του Abbe de la Caille «Περί κωνικών τομών». Το έργο θα τυπωθεί στη Βιέννη το 1803. Ο Κωνσταντίνος Κούμας από τους πλέον συνεπείς διαφωτιστές θα ακολουθήσει τη μοίρα των ανθρώπων που αναζητούν ως πατρίδα το πνεύμα και την προσφορά. Οι σταθμοί της πορείας του είναι το 1803 η Βιέννη (με τον Άνθιμο Γαζή), το 1809 η Σμύρνη (με τον Κωνσταντίνο Οικονόμου), το 1813 η Πόλη, το 1815 πάλι η Σμύρνη, το 1817 η Βιέννη, το 1818 τα Πανεπιστήμια της Γερμανίας και μετά δύο χρόνια η Σμύρνη. 

Με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης διαφεύγει στην Τεργέστη και από κει στη Βιέννη. Θα συλληφθεί από τους αυστριακούς με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνωμοσία, γρήγορα, όμως, θα αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Στη Βιέννη θα συγγράψει το πιο σημαντικό του έργο, τη δωδεκάτομη «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1831». Θα πεθάνει στην Τεργέστη από χολέρα σε ηλικία πενήντα εννέα ετών. 
Ο Κούμας είναι αντίπαλος της αρχαΐζουσας, την οποία θεωρεί ως μέγα εμπόδιο για την πρόοδο του γένους και «ο πιστότερος και συνεπέστερος οπαδός του Κοραή''. Στις γλωσσικές θέσεις του είναι φανερή η επίδραση του της θεωρίας του Κοραή για τον καθαρμό και τη διόρθωση της γλώσσας». 

 

Οικονόμου ο εξ Οικονόμων Κωνσταντίνος (1780-1857)

Διαπρεπής λόγιος, ευρυμαθής ρήτορας, εξέχουσα φυσιογνωμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συγγραφέας και ιεροκήρυκας. Αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθικής, σύνεσης, μόρφωσης αστείρευτης πηγής ενέργειας και γνώσης. Διέθετε την ιδιαίτερη ικανότητα να απαγγέλλει ραψωδίες του Ομήρου και να γράφει στίχους στην ομηρική γλώσσα. Το γεγονός ότι ήταν πολυμαθής και οξυδερκής με ιδιαίτερη ευφράδεια λόγου, τον βοήθησε να καταξιωθεί και να χαρακτηριστεί μεγάλη μορφή της Εκκλησίας και του ΄Εθνους. Γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη τη χρονιά που γεννήθηκε και ο Καραϊσκάκης. 

Ήταν γιος του ιερέα Κυριάκου Οικονόμου. Ο πατέρας του και οι παππούδες του ήταν οικονόμοι, γι’ αυτό και έλαβε τον τίτλο «ο εξ Οικονόμων». Στα Αμπελάκια πήρε τις βασικές γνώσεις και διδάχτηκε γαλλικά και ιερά γράμματα. 
Αργότερα ανέλαβε τη θέση του πατέρα του ως κληρικός και οικονόμος της Επισκοπής Ελασσόνας. Δίδαξε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και υπήρξε ευεργέτης αυτής. Έμπρακτη απόδειξη του ενδιαφέροντός του για την πνευματική ανάταση του τόπου, ήταν η προσφορά του πατρικού του σπιτιού για διδακτήριο, καθώς επίσης και ενός σεβαστού ποσού για τη μισθοδοσία των διδασκάλων.

Το 1806 φυλακίστηκε από τον Αλή Πασά ως ύποπτος και αφού ελευθερώθηκε, έφυγε για τις Σέρρες και αργότερα ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη. Στην Σμύρνη, διατέλεσε δάσκαλος και σχολάρχης και έπειτα από πρόσκληση του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης πήγε στην Πόλη, όπου ονομάστηκε «καθολικός ιεροκήρυκας της Μεγάλης Εκκλησίας και πασών των ορθοδόξων του ελληνικού γένους Εκκλησιών». 

Ταξίδεψε στην Οδησσό, στην Πετρούπολη, όπου έγινε δεκτός από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α΄. Μετά το χαμό της οικογένειάς του εγκατέλειψε τη Ρωσία και ταξίδεψε δυτικά. Αφού περιπλανήθηκε σε χώρες της Δύσης, βρέθηκε στην Αθήνα (1837), όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. 

Αγωνίστηκε εναντίον του Θεόκλητου Φαρμακίδη για το ζήτημα της αυτοκέφαλης ελληνικής Εκκλησίας, πιστεύοντας ότι αυτή πρέπει να έρχεται σε συνεννόηση με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Περισπούδαστος μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μετέφρασε και συνέγραψε πολλά έργα, τα οποία χωρίζονται σε τρεις ομάδες: α) Εκκλησιαστικά, β) Φιλοσοφικά, γ) Λόγοι. Ενδεικτικά αναφέρονται: «Περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών» (1835), «Σημειώσεις εις το περί ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας γαλλικόν υπόμνημα» (1837), «Περί βαττολογίας παροδικόν μελέτημα» (1837), «Επίκρισις εις την περί νεοελληνικής Εκκλησίας σύντομον απάντησιν του σοφού διδασκάλου κ. Νεοφύτου Βάμβα» (1852). Επίσης έγραψε πολλά ερμηνευτικά, όπως: «Περι των Ο' ερμηνευτών της Παλαιάς θείας Γραφής βιβλία τέσσαρα» (1844-1849). 

 

Θεόκλητος Φαρμακίδης [1784, Νεμπεγλέρ (Νίκαια) -1860, Αθήνα]

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης* [1784, Νεμπεγλέρ (Νίκαια) -1860, Αθήνα], κατά κόσμον Θεοχάρης Φαρμακίδης, έλαβε τη βασική μόρφωση στο χωριό του και τη Λάρισα όπου και χειροτονήθηκε διάκονος το 1802. 

Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1804-1806), στη Σχολή των Κυδωνιών και στην Ακαδημία του Ιασίου (1806-1811). Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στο Βουκουρέστι και διορίστηκε εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη (1811 μέχρι το 1818). 

Μετείχε με τον Άνθιμο Γαζή και τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη στην έκδοση του περιοδικού «Λόγιος Ερμής» και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το Μάιο του 1821, κατέβηκε στην Ελλάδα και εντάχθηκε στο επιτελείο του Δημήτριου Υψηλάντη. Τον Αύγουστο του 1821 στην Καλαμάτα εκδίδει την «Ελληνική Σάλπιγγα» την πρώτη ελληνική εφημερίδα που κυκλοφόρησε σε ελλαδικό έδαφος η έκδοση της οποίας διακόπηκε εξ αιτίας της διαφωνίας του με τον Υψηλάντη. 

Έλαβε μέρος στις δύο πρώτες Εθνοσυνελεύσεις, διορίστηκε μέλος του Αρείου Πάγου Ανατολικής Ελλάδος, Έφορος της Παιδείας και της Ηθικής Ανατροφής των Παίδων (5 Ιουλίου 1823) και δίδαξε το διάστημα 1823-1825 στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Στα 1825 διορίστηκε από την κυβέρνηση αρχισυντάκτης της "Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος". Παραιτήθηκε από αυτή τη θέση το 1827. 
Υπήρξε υποστηρικτής του «Αγγλικού κόμματος» γι’ αυτό και διαφώνησε εξαρχής με τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε όργανο της ρωσικής πολιτικής. Δικάστηκε και φυλακίστηκε γιατί επέκρινε τον κυβερνήτη. 

Το 1832, διορίστηκε έφορος του εν Αιγίνη Γενικού και Προκαταρκτικού Σχολείου (14 Απριλίου 1832). Από την αντιβασιλεία χρησιμοποιήθηκε ως σύμβουλος σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Με ενέργειες του Φαρμακίδη στις 23 Ιουλίου 1832 εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας. και την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και κύκλοι που ανήκαν στο "ρωσικό κόμμα" άσκησαν εναντίον του εντονότατη πολεμική για πάνω από δύο δεκαετίες. 

Το 1833 διορίστηκε Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και το 1837 έγινε τακτικός καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο όμως δεν δίδαξε ποτέ. Αργότερα διορίστηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή. Όταν στις 29 Ιουνίου 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε Τόμο ανακήρυξης του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Φαρμακίδης, θεωρώντας τους όρους του Τόμου αντικανονικούς και περιοριστικούς για την άσκηση ελεύθερης διοίκησης, εξέδωσε ως «Αντιτόμο» το σύγγραμμα «Ο Συνοδικός Τόμος ή περί αληθείας» (23 Απριλίου 1852) με τις θέσεις του, έργο που επηρέασε καταλυτικά την όλη νομολογία και πρακτική του ελληνικού κράτους έναντι της Εκκλησίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1860. 

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης υπήρξε πιστός υπερασπιστής των ιδεών του Κοραή. Το έργο του δεν είναι μόνον θεολογικό. Είχε την άποψη ότι η Αγία Γραφή έπρεπε να μεταγλωττιστεί στην απλοελληνική ώστε να γίνεται κατανοητή από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Έγραψε τα «Στοιχεία ελληνικής γλώσσης» το 1815 με το οποίο συστηματοποιεί τη διδασκαλία του Κοραή και αργότερα την «Χρηστομάθεια ελληνική». 

Όμως, η προσφορά του Θεόκλητου Φαρμακίδη και του Κωνσταντίνου Κούμα στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, παρά το πνευματικό διαμέτρημα και το θαυμασμό που προκαλούσε το έργο τους στους συμπατριώτες τους, δεν ήταν η ανάλογη. Βασική αιτία ήταν το γεγονός ότι, ακολουθώντας την προτροπή του Κοραή για μεταλαμπάδευση των «φώτων» από την Ευρώπη, κανείς εκ των δύο δεν παρέμεινε για μακρό χρονικό διάστημα στη Λάρισα ώστε να επηρεάσει το εδώ πνευματικό κλίμα. 

 

Πέζαρος Δημητριάδης Ιωάννης (1749-1806)

Θερμός λάτρης και βαθύς γνώστης του κλασικού ελληνικού πολιτισμού. Γεννήθηκε στον Τύρναβο, πήρε τις βασικές γνώσεις από τους Ιωάννη Αγραφιώτη και Λάμπρο Πάσχο και βρέθηκε στα Γιάννενα μαθητής του Κοσμά Μπαλάνου και του Κύριλλου. Ενώ αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα, συνέχισε τις σπουδές του στη σχολή του ΄Αθωνος, όπου διδάχτηκε μαθήματα νεότερης φιλοσοφίας από το μαθητή του Ευγένιου Βούλγαρη, Κυπριανό (1771). 

Ασχολήθηκε με τη μελέτη πολλών εκκλησιαστικών συγγραφέων και δίδαξε στο νεοϊδρυμένο σχολείο του Λιβαδίου Ελασσόνας (1768-69) και στη Σχολή της Τσαριτσάνης (1771-76), προσελκύοντας με τη φήμη του πλήθος μαθητών. Κατά καιρούς τού προτάθηκε να διδάξει σε πολλά σχολεία της χώρας, όμως ο ίδιος προτίμησε να προσφέρει τις γνώσεις του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. 

Το 1780 ανέλαβε την περίφημη Σχολή του Τυρνάβου στη θέση του εκλιπόντος Λάμπρου Πάσχου, την οποία θέση διατήρησε ως το 1806 που πέθανε. Προηγουμένως το 1790, μετά το γάμο του, χειροτονήθηκε ιερέας και έλαβε το αξίωμα του οικονόμου. 

Ως ιεροκήρυκας, δίδαξε το Ευαγγέλιο στις 16 εκκλησίες της πατρίδας του, του Τυρνάβου. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο μετέπειτα διδάσκαλος του Γένους, ο Στέφανος Δούγκας, λόγιος που υπηρέτησε στα στρατεύματα του Αλ. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία και ο ιατροφιλόσοφος Διονύσιος Πύρρος. Πολλοί απ’αυτούς δίδαξαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Κωνσταντινούπολη. 

Στο Αρχείο του Τυρνάβου στην Εθνική Βιβλιοθήκη σώζονται επιστολές του σε πολλούς λόγιους της εποχής του, με τους οποίους αλληλογραφούσε. 

 

Περραιβός Χριστόφορος (1773-1863)

Ψευδώνυμο του Χρυσάφη Χατζηβασιλείου, δηλωτικό της καταγωγής του. Γεννήθηκε σε χωριό του Ολύμπου, ήταν συγγραφέας και οπλαρχηγός του Αγώνα. 
Σπούδασε στην Ελληνική Σχολή του Βουκουρεστίου και κατόπιν στη Βιέννη. Συνδέθηκε με το Ρήγα και έγινε φίλος και άξιος συνεχιστής των αγώνων του. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Τεργέστη της Ιταλίας, συνελήφθη, όπως και ο Ρήγας. Η μεσολάβηση των Γάλλων και η γαλλική υπηκοότητά του, τον βοήθησαν να αφεθεί ελεύθερο. Δίδαξε για ένα χρόνο στα σχολεία της Κέρκυρας και έπειτα έγινε συνοδός του Ρώσου πρίγκιπα Μιχαήλ Δολγορούκι. 

Ταξίδεψε στη Λευκάδα με 4 εκατονταρχίες για την ενίσχυση της άμυνας του νησιού από τον Αλή πασά. Η επάνοδος των Γάλλων στα Επτάνησα το 1807, τον βρίσκει υπασπιστή του κυβερνήτη Μπερκέ με το βαθμό του χιλίαρχου. Το 1814 διώκεται στη Βαρλέτα της Νεάπολης. Το 1817 στη Μόσχα, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και υπέβαλε στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο επαναστατικό σχέδιο για όλη την Ελλάδα. Πρόσφερε τις γνώσεις του και την πείρα του ως πολιτικός διαφωτιστής, στο πέρασμά του από διάφορες πόλεις της Ελλάδας (Μάνη, Σούλι, Τρίπολη). Όταν παραιτήθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, πήρε μέρος στις μάχες Σκιάθου, ΄Αμπλιανης, Σκάλας, Χαϊδαρίου, Αράχωβας, Αττικής, Δίστομου, Κερατσινίου και Πέτρας. 

Το 1825 του απονεμήθηκε ο τίτλος του στρατηγού της Επανάστασης. Επίσης πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση του ΄Αργους το 1829 ως πληρεξούσιος της Θεσσαλίας. 
Το 1863 τον βρίσκει με το βαθμό του υποστράτηγου και στις 5 Μαΐου του ίδιου χρόνου, πεθαίνει. Μερικά από τα έργα του είναι: «΄Υμνος εγκωμιαστικός παρ’όλης της Γραικίας προς τον αρχιστράτηγον Μποναπάρτε, ποίημα Χριστόφορου Περραιβού. Εν Κερκύρα, χρόνος έκτος πολιτικός» (1798), «Ιστορία του Σουλίου και Πάργας» (1803), «Απομνημονεύματα πολεμικά διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά το Σούλιον και Ανατολικήν Ελλάδα από του 1820 μέχρι το 1829 έτους», «Βιογραφία του Ρήγα του Θεσσαλού». 

Κατσίγρας Γεώργιος (1914-1998)

Μέλος της οικογένειας Κατσίγρα, που ξεκίνησε την πορεία της από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, σημαντικό εμπορικό κέντρο της Βαλκανικής. Χειρούργος, αντιστασιακός, φιλότεχνος και δωρητής έργων τέχνης. 

Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και αναγορεύτηκε Διδάκτορας της χειρουργικής. Στα χρόνια της Κατοχής συνελήφθη από τους Ιταλούς και φυλακίστηκε στη Λάρισα και την Αθήνα. Εγκαταστάθηκε κατόπιν μόνιμα στη Λάρισα, όπου ίδρυσε χειρουργική κλινική, η οποία από το 1987 και έπειτα στεγάζει την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. 

Διακρινόταν για την -αδιανόητη για πολλούς- μετριοφροσύνη του, ενώ ήταν ακούραστος συνεχιστής των δραστηριοτήτων του μέχρι το τέλος της ζωής του. Διέθετε πλούσιο καλαισθητικό συναίσθημα και απέκτησε μια σπάνια συλλογή -ανυπολόγιστης αξίας- πινάκων ζωγραφικής, χαρακτικής και σχεδίων, 700 περίπου έργων Ελλήνων καλλιτεχνών, την οποία επιδαψίλευσε στη γενέτειρά του Λάρισα και αποτέλεσε το έναυσμα της δημιουργίας του πολιτιστικού φορέα «Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα», αποτελώντας βαρυσήμαντη συμβολή στην ανύψωση της εικαστικής παιδείας του τόπου. 

Οι πίνακες της Συλλογής καλύπτουν χρονολογικά μια μεγάλη περίοδο της νεοελληνικής ζωγραφικής και χαρακτικής, εάν λάβουμε υπόψη την ηλικία του παλιότερου ζωγράφου (1768-1834). Στην ίδια συλλογή ανήκουν προσωπικά αντικείμενα (γραφείο) του αρχαιολόγου της Τροίας και των Μυκηνών, Ερρίκου Σλήμαν. Η δωρεά του συνοδεύτηκε με 1.000 εικονογραφημένους πολυτελείς τόμους βιβλίων, με βιογραφίες Ελλήνων και ξένων ζωγράφων, σκίτσα και φωτογραφημένα έργα τους. Ο Γεώργιος Κατσίγρας θεωρείται μεγάλο τέκνο της πόλης της Λάρισας και αποτελεί υπόδειγμα γνήσιου πατριώτη και άξιου επιστήμονα. 

 

                                                                                   

    Εικόνα 6 Γουναρόπουλος, "κοριτσια που κεντούν"

                                                             

  Εικόνα 7 Τα έπιπλα του γραφείου του Ερρίκου Σλήμαν

 

 

© 2014 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode