"Όλβιος εστί όστις ιστορίης έσχε μάθησιν"
Η περίοδος 1914-1917 (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) υπήρξε κρίσιμη για τη Θεσσαλία. Η μακρόχρόνια στράτευση πολλών ανδρών στερούσε από τη γεωργία τα εργατικά χέρια και οι αναστατώσεις του Εθνικού Διχασμού δεν άφησαν ανεπηρέαστο ολόκληρο το Νομό Λάρισας. Τα «στρατόπεδα» των οπαδών του Ελευθέριου Βενιζέλου («Εθνική Άμυνα») και των φιλοβασιλικών («Επίστρατοι του Ιωάννη Μεταξά») έκαναν την εμφάνιση τους ακόμη και στα μικρότερα χωριά του νομού. Αργότερα, την Άνοιξη του 1917, η Θεσσαλία τάχθηκε με το μέρος της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης (Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου).
Την κατάσταση θα επιδεινώσει το πικρό τέλος του Μικρασιατικού Πολέμου, η καταστροφή, η προσφυγιά. Ο Θεσσαλός Πλαστήρας θα επιταχύνει μετά το 1922 τα αργά βήματα προς την αποκατάσταση των αγροτών που είχαν αρχίσει ήδη από το 1917.
Κατά τη διετία 1923-1925, αλλά και αργότερα, αρχίζει μια εργώδης προσπάθεια καθορισμού των απαλλοτριωτέων εκτάσεων, επιλογής των δικαιούχων κλήρου, ποσοτικού προσδιορισμού του γεωργικού-κτηνοτροφικού κλήρου κ.λπ., μέσα από τις Υπηρεσίες και τους Αναγκαστικούς Γεωργοπιστωτικούς Συνεταιρισμούς.
Η διαδικασία αυτή, αν και ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα (1952-1953), έδωσε μια κάποια λύση στο θέμα που ταλαιπώρησε τόσο τη Θεσσαλία όσο και γενικότερα την περιοχή της Λάρισας, η οποία διέθετε τα μεγαλύτερα και περισσότερα τσιφλίκια άρα περισσότερους κολίγους και ακτήμονες. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και σαρακατσάνοι, που σταδιακά εγκατέλειπαν το νομαδικό βίο και σχεδόν αναγκαστικά επέλεγαν να γίνουν μικροκτηνοτρόφοι και γεωργοί.
Τα Φάρσαλα, η Ελασσόνα, η Αγιά κι ο Τύρναβος ενισχύθηκαν πληθυσμιακά, όμως το μεγαλύτερο μερίδιο στην αύξηση του πληθυσμού το αποκόμισε η Λάρισα, η οποία από ένα μεγάλο και απλωμένο σε έκταση χωριό, μετατρεπόταν σταδιακά σε αστικό κέντρο ως έδρα των κάθε είδους κρατικών υπηρεσιών, καλών σχολείων, Διδασκαλείου (Ακαδημίας αργότερα), νοσοκομείου, τραπεζών, καθώς και ως κέντρο εμπορίου-αγοράς και ως χώρος διασκέδασης.
Η Λάρισα ήταν η πόλη με τις μεγαλύτερες ανάγκες (νέα ρυμοτομία, φωτισμός, νερό). Οι στενοί δρόμοι ήταν ανάγκη να αντικατασταθούν από φαρδύτερους κι από λασπόδρομοι να γίνουν πιο στερεοί και καθαροί. Τα φανάρια του πετρελαίου ή της ασετυλίνης έπρεπε να αντικατασταθούν από τον ηλεκτρισμό. Οι νερουλάδες (σακατζήδες), που μετέφεραν στα σπίτια το νερό από τον Πηνειό, έπρεπε να αντικατασταθούν ένα δίκτυο, το οποίο θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες συνθήκης υγιεινής.
Η προσπάθεια άρχισε το 1911, όταν ηλεκτροδοτήθηκε η πόλη και άρχισαν να εκτελούνται έργα υδρεύσεως, οι δρόμοι άρχισαν να πλαταίνουν, πολλοί να ασφαλτοστρώθηκαν, νέα κτίρια κτίστηκαν, πλατείες δημιουργήθηκαν, για να πάρει σταδιακά η Λάρισα τη νέα όψη της, την προπολεμική. Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνιση τους αξιόλογες βιομηχανικές μονάδες (αλευρόμυλοι, υφαντουργεία, παγοποιεία, εργοστάσια υποδημάτων, ζαχαροπλαστικής, ποτοποιεία) και πλάι τους μικρότερες βιοτεχνίες και καταστήματα, αρκετά για να καλύψουν όχι μόνο τις ανάγκες της πόλης αλλά και του νομού.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οργανώθηκε μια κοινωνική ζωή που σταδιακά εγκατέλειπε τις παλιές συνήθειες και αποκτούσε κάποια κοσμικά κέντρα, λέσχες, ωδείο και μουσική ευρωπαϊκή αντί των αμανέδων, θέατρο, κινηματογράφο, ποδήλατα και τα πρώτα αυτοκίνητα, γραμμόφωνα και αργότερα ραδιόφωνα. Οι εφημερίδες των Αθηνών, του Βόλου αλλά και οι τοπικές αποτελούν με το περιεχόμενο τους το καθημερινό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό θερμόμετρο. Οι σύλλογοι (κυριών, αθλητικοί, μουσικοί, πνευματικοί) αποτελούν τους χώρους όπου πιστοποιείται η έξοδος από το σπίτι και η δραστηριοποίηση μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Εν κατακλείδι, θα έλεγε κανείς ότι μέσα σε αυτά τα εξήντα χρόνια (1881-1940) το τοπίο διαφοροποιήθηκε σε όλες του τις διαστάσεις. Ο ερχομός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήρθε να επιδεινώσει την κατάσταση και να επισφραγίσει η τρομακτική σε μέγεθος φυγή πληθυσμών (1955-1965) προς τα αστικά κέντρα ή τις ξένες χώρες.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και μετά, η Λάρισας μεταμορφώθηκε σε ένα σύγχρονο αστικό κέντρο, που ζει με έντονους ρυθμούς και έχει δημιουργήσει πυλώνες πολιτιστικής, επιστημονικής και βιομηχανικής δραστηριότητας, δίνοντας την αίσθηση μιας πόλης με πολλές δυνατότητες και ακόμη περισσότερες προοπτικές.