"Όλβιος εστί όστις ιστορίης έσχε μάθησιν"
«...Πώς μπορώ να πάω στο δημαρχείο της Λάρισας», ρωτά κάποιος έναν Θεσσαλό. Κι εκείνος απαντά: Ντουγρού! Δηλαδή ευθεία.
Είναι ένας συνηθισμένος διάλογος με θεσσαλικές αναφορές που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου ομιλίας των ανθρώπων της περιοχής, που σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους λέξεις λίγο... διαφορετικές.
Εκείνο όμως που κάνει τους Θεσσαλούς να ξεχωρίζουν στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται είναι η προφορά τους, δηλαδή η συνήθειά τους να κόβουν τις λέξεις αλλά και τις φράσεις. Έτσι πολλές δισύλλαβες λέξεις, συνήθως μετατρέπονται σε μονοσύλλαβες, όπως για παράδειγμα, το «κάτω» γίνεται «κατ'», ή το «κόβεις» μετατρέπεται σε «κοβ'ς».
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται είναι ότι το ο-ω μετατρέπεται σε «ου» και το ε-αι αντίστοιχα σε «ι». Για παράδειγμα το ρήμα «έρχεται» γίνεται «έρχιτι», και τα ουσιαστικά «ποδάρι» γίνονται «πουδάρ'», ή κοσμάκης μετατρέπεται σε «κουσμάκ'ς».
Η πιο γνωστή φράση πια που κατέληξε σε ανέκδοτο είναι και η αστεία «Λεν μι λεν σι λέου», δηλαδή «Ελένη με λένε σου λέω». Τοπικοί ιδιωματισμοί ή ντοπιολαλιές που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από ανθρώπους κάθε ηλικίας, κάνοντας τους Θεσσαλούς να ξεχωρίζουν με την ιδιαίτερη προφορά τους σε όλη τη Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά στους ιδιωματισμούς ή ντοπιολαλιές σύμφωνα με τον γλωσσιοκοινωνιολογικό ορισμό της έννοιας γλώσσα είναι γλώσσες λεξικογραμματικά πλήρεις και σημαντικές, ανεξάρτητα από την κοινωνική ιεράρχηση, που τους έχει γίνει μέσα στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα ή αυθαίρετα από απαίδευτους και ανιστόρητους. Οι ιδιωματισμοί αναδεικνύουν την ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα, τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες μιας περιοχής. Στην ελληνική επικράτεια η γλώσσα μας αν και παρέμεινε ενιαία από την αρχαιότητα έως σήμερα, ποτέ δεν μιλήθηκε ομοιόμορφα σε ολόκληρο τον γεωγραφικό χώρο με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν τοπικές παραλλαγές.
Θεσσαλικοί ιδιωματισμοί
Ενδεικτικά σας παραθέτουμε ένα μικρό δείγμα από τους Θεσσαλικούς ιδιωματισμούς που λίγο - πολύ είναι γνωστοί στους Θεσσαλούς, προκαλώντας σε αρκετές περιπτώσεις ευθυμία και αφορμή για πειράγματα σε μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες.
Ιδού ...αρκετές:
... κασκαρίκα = φάρσα, κασκέτο = καπέλο, κατ' = κάτω, καταΐ = κάτω, κατσιό = καθισιό, καψαλίσ'κα = κάηκα, κενώνω = μοιράζω φαγητό, κλησσιά = εκκλησία, κλοκύθι = το κολοκύθι, κλόστης = πλάστης, κλουρ' = κουλούρι, κοκοτσέλο = μικρός κόκορας, κολ'τσίδα = φορτικός άνθρωπος, κοπάνα = σκάφη, κουρίτσια = κορίτσια, κουσούρι = στραβά, κουτουλάω = τρακάρω, κούτσ'κο = μικρό παιδί, κούτσινο = το μικρό, κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα, λαβίδα = κουτάλι, λαΐνι = στάμνα, λαμπίκο = πεντακάθαρο, Λάρ'σα = Λάρισα, λέλεκας = πελαργός, λιανά = ψιλά,λιγνός = λεπτός, μικρός, λόρδα = μεγάλη πείνα, λούμπα = λακκούβα με νερό, μαγαρίζω = βρομίζω, λερώνω, μανάρι = πρόβατο, μανιά = γιαγιά, μάπα = λάχανο, μασλάτι = η κουβέντα, μάστι = μάζεψε, ματαρθώ = ξαναέρθω, μαχαλάς = συνοικία, η γειτονιά, μεσάμπρα = ντουλάπα, μεσσάλα = τραπεζομάντηλο, μίρλα = κλάμα, μισίρια= γαλοπούλες, μόρτης = αλήτης, κακός, μόρχεται = μου έρχεται, μουσκάρι = μοσχάρι, μπαϊλντισα = κουράστηκα, μπακρατσούλι =μικρή κατσαρόλα, μπάμπαλου = σκουπιδάκι μικρό, μπομπίρκο=μικρό και ζωηρό παιδί, μπιζέρσα = βαρέθηκα, κουράστηκα, μπουρτζόβλαχος = πολύ βλάχος, μπριτζόλες= μπριζόλες, μυαλό κουρκούτι = μυαλό ζαλισμένο, μωρή = καλέ, νίβομαι = πλένομαι στο πρόσωπο, νταγλαράς = εύσωμος, νταλάκιασα = δίψασα, νταξ = εντάξει, ντερλίκωσα = έφαγα πολύ, ντι βερλίνγκα τι απόι = αυτός που πάει από εδώ και εκεί, ντίπ = καθόλου, ντουγρού=ίσα, ευθεία, ντουρλάπ = βροχή, ντράβαλα = μπερδέματα, ξεμπλέτσος = ξεκούμπωτος, ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα, ξερακιανός = αδύνατος, ξυλιά = χτύπημα με ξύλο, ολουνούς = όλοι, οντάς= δωμάτιο, όξω = έξω, ορνία = κότες, ουι γιεμ= επιφώνημα έκπληξης, ούλα = όλα, σάκα = τσάντα, σακατεύτηκα = χτύπησα πολύ, σαλβάρι= το παντελόνι, σαματάς = φασαρία, σαπάν = επάνω, σαπέρα = εκεί πέρα, σαρώνω = σκουπίζω, σαφρακιασμένος = άρρωστος, σινί = ταψί, σιούτος = όταν το κριάρι ή ο τράγος δεν έχουν ανεπτυγμένα κέρατα ή τα χάσουν για κάποιο λόγο λέγονται 'σιούτα' στη γλώσσα των κτηνοτρόφων. Άρα σιούτος είναι αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του και θεωρείται παρηκμασμένος και ανάξιος λόγου, σκασμένο = χαζό, χλιάρας = αυτός που είναι περιορισμένου νοητικού επιπέδου, χλιάρι = κουτάλι, χλιαρός = αυτός που είναι νωχελικός, χαλαρός, χούι = κουσούρι, συνήθεια, χτικιό = βάσανο, χώλωσα = θύμωσα, ψένω = ψήνω, ψες = χθες, ψίχες = ψίχουλα.